- αιθεροβάμων
- (-ονος), ο, η (Μ αἰθεροβάμων)1. αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, ουρανοδρόμος2. αυτός που ζει εκτός πραγματικότητας, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ + -βάμων < βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.